αποκρυαίνω

αποκρυαίνω
κ. -κρυγιαίνω (Μ ἀποκρυαίνω)
1. χάνω τη θερμότητά μου, γίνομαι κρύος
2. παγώνω από φόβο
3. απογοητεύομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”